προφράσσω

προφράσσω
ΜΑ [φράσσω]
φράζω προηγουμένως, οχυρώνω με φράγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόφραγμα — άγματος, τὸ, Α [προφράσσω] 1. φράχτης, οχύρωμα («οὐδ ἀξιόλογον ἔχοντες πρόφραγμα περὶ αὐτούς», Διόδ.) 2. προασπιστής, υπερασπιστής («εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα», Πολ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”